- πανσές
- ο(λ. γαλλ.), λουλούδι που λέγεται και βιόλα και βιολέτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πανσές — (βιόλα η κηπαία). Καλλωπιστικό φυτό εξαιρετικά διαδεδομένο. Άγριος πρόγονος του π. είναι η βιόλα τρίχρους η αρουραία, που φυτρώνει μόνη της στην κεντρική Ευρώπη και στην Ασία και υπάγεται στην οικογένεια των βιολιδών (δικοτυλήδονα)· είναι πόα… … Dictionary of Greek
Μόριτς, Ζίγκμοντ — (Zsigmond Moricz, Τισατσέτσε 1879 – Βουδαπέστη 1942). Ούγγρος συγγραφέας. Από οικογένεια χωρικών, σπούδασε θεολόγος, νομικός και τέλος έγινε συντάκτης εφημερίδας. Πρωτοεμφανίστηκε στο περιοδικό Nyugat με το διήγημα Εφτά δεκάρες (1909) και έγινε… … Dictionary of Greek
ίο — το είδος λουλουδιού, μενεξές, πανσές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)